ἀμφιδέαι

ἀμφιδέαι
ἀμφιδέαι
fem nom/voc pl
ἀμφιδέω
bind round
pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιδέαις — ἀμφιδέαι fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιδέα — ἀμφιδέα, η (Α) συνήθ. στον πληθ. αἱ ἀμφιδέαι 1. καθετί με το οποίο περιδένεται κάτι, το οποίο είναι δεμένο γύρω από κάτι, κρίκος, δακτύλιος, περιβραχιόνιο, βραχιόλι 2. οι σιδερένιοι κρίκοι με τους οποίους προσαρμόζονταν και στηρίζονταν πάνω στους …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιδέας — ἀμφιδέᾱς , ἀμφιδέαι fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”